ἀκαθαίρετος

From LSJ
Revision as of 14:58, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκᾰθαίρετος Medium diacritics: ἀκαθαίρετος Low diacritics: ακαθαίρετος Capitals: ΑΚΑΘΑΙΡΕΤΟΣ
Transliteration A: akathaíretos Transliteration B: akathairetos Transliteration C: akathairetos Beta Code: a)kaqai/retos

English (LSJ)

ον, (καθαιρέω)

   A not to be put down, Ph.1.39,al.; not weakened, Sor.1.21.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκᾰθαίρετος: -ον, (καθαιρέω) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ καταβάλῃ, Φίλων 2. 166.

Spanish (DGE)

-ον
I 1intacto Origenes Cels.7.26
de un obispo no depuesto Pall.V.Chrys.13.139.
2 medic. no debilitado Sor.14.23.
II 1indestructible πλοῦτος τῆς φύσεως Ph.2.376, λόγος Ph.1.636
subst. τὸ ἀ. la indestructibilidad de los mandamientos de Dios, Didym.in Ps.cat.118.152.
2 inextinguible, sin cuartel μάχη Ph.1.39, πόλεμος Ph.1.372.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκαθαίρετος, -ον) καθαιρῶ
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει καθαιρεθεί, παυθεί από το αξίωμά του
2. αυτός που δεν μπορεί κανείς να καταργήσει, ακατάλυτος
αρχ.
ακαταμάχητος, ακατάβλητος.