ταχύιππος
From LSJ
English (LSJ)
ον, A riding fast, Sch.Ar.Nu.729.
German (Pape)
[Seite 1076] schnell zu Pferde, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰχύιππος: -ον, ὁ ἔχων ταχεῖς ἵππους, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 727, πρὸς ἑρμηνείαν τῆς Ὁμηρ. λέξεως αἰολόπωλος.