ξυληρός

From LSJ
Revision as of 15:55, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠληρός Medium diacritics: ξυληρός Low diacritics: ξυληρός Capitals: ΞΥΛΗΡΟΣ
Transliteration A: xylērós Transliteration B: xylēros Transliteration C: ksyliros Beta Code: culhro/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A appertaining to timber, σταθμοί SIG975.2 (Delos, iii B. C.).    II ξυληρά, ἡ, timber-market, PTeb.316.95 (i A. D.).

Greek Monolingual

ξυληρός, -ά, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ξυλεία
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ξυληρά
τόπος αγοράς ξυλείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + κατάλ. -ηρός (πρβλ. αιχμ-ηρός)].