ἀχρηστέω
English (LSJ)
A to be useless, S.E.M.1.259.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχρηστέω: εἶμαι ἄχρηστις, Σέξτ. Ἐμπ.π. Μ. 1. 259: - ὡσαύτως ἀχρηστεύω Α. Β. 793. 35.
A to be useless, S.E.M.1.259.
ἀχρηστέω: εἶμαι ἄχρηστις, Σέξτ. Ἐμπ.π. Μ. 1. 259: - ὡσαύτως ἀχρηστεύω Α. Β. 793. 35.