προσεμφύω
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
A implant in addition, παραγωγάς Phld.Ir. p.50 W.:—Pass., cling yet more closely, D.S.10.18.
Greek Monolingual
Α
1. εμφυτεύω επιπροσθέτως («προσεμφύειν παραγωγάς», Φιλόδ.)
2. μέσ. προσεμφύομαι
προσκολλώμαι σε κάποιον στενότερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐμφύω «φυτεύω»].