χιλίανδρος

From LSJ
Revision as of 10:21, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῑλίανδρος Medium diacritics: χιλίανδρος Low diacritics: χιλίανδρος Capitals: ΧΙΛΙΑΝΔΡΟΣ
Transliteration A: chilíandros Transliteration B: chiliandros Transliteration C: chiliandros Beta Code: xili/andros

English (LSJ)

ον,    A containing a thousand men, πόλις Pl.Plt.292e.

German (Pape)

[Seite 1355] tausend Mann stark, von tausend Mann, πόλις Plat. Polit. 292 e.

Greek (Liddell-Scott)

χῑλίανδρος: -ον, ὁ περιέχων χιλίους ἄνδρας, ἐν χιλιάνδρῳ πόλει Πλάτ. Πολιτικ. 292Ε.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
(για πλήθος ή για πόλη) αυτός που αποτελείται από χίλιους άνδρες ή κατοίκους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο)- + -ανδρός (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. μυρί-ανδρος, τρί-ανδρος].

Russian (Dvoretsky)

χῑλίανδρος: состоящий из тысячи мужей (πόλις Plat.).