ὀνοκόμος
From LSJ
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
English (LSJ)
ὁ, A one who tends asses, IG22.10B7 (v/iv B. C.).
Greek Monolingual
ὀνοκόμος, ὁ (Α)
αυτός που εκτρέφει όνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. βρεφο-κόμος].