ὁρμίστρια
From LSJ
κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
English (LSJ)
ἡ, A bringer to safe anchorage, epith. of Isis, POxy.1380.74 (ii A. D.).
Greek Monolingual
ὁρμίστρια, ἡ (Α)
(ως προσωνυμία της Ίσιδος) αυτή που οδηγεί σε ασφαλές αγκυροβόλιο και, ιδίως, στον όρμο του θανάτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁρμίζω + επίθημα -τρια (πρβλ. τοκίσ-τρια)].