ὑλομανής

From LSJ
Revision as of 08:12, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑλομᾰνής Medium diacritics: ὑλομανής Low diacritics: υλομανής Capitals: ΥΛΟΜΑΝΗΣ
Transliteration A: hylomanḗs Transliteration B: hylomanēs Transliteration C: ylomanis Beta Code: u(lomanh/s

English (LSJ)

ές, (μαίνομαι)    A mad after the woods, Hsch. (-μανείς cod.).

German (Pape)

[Seite 1177] ές, 1) in Wälder verliebt, gew. in Wäldern lebend. – 2) von Bäumen oder vom Weinstock, zu sehr ins Holz treibend, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ὑλομᾰνής: -ές, (μαίνομαι) ὁ ταῖς ὕλαις χαίρων, μανιωδῶς ἀγαπῶν τὰ δάση, Ἡσύχ. πρβλ. φυλλομανέω.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που αγαπά υπερβολικά τα δάση
2. (για φυτό) αυτός που βγάζει πολλούς βλαστούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -μανής (< μαίνομαι), πρβλ. οἰνο-μανής].