τετραμήνιος
From LSJ
τὸ πνεῦμά ἐστι τὸ ζωοποιοῦν, ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν → it is the spirit that quickeneth; the flesh profiteth nothing (1 John 6:63)
English (LSJ)
ον, A lasting four months, γυμνασιαρχία POxy.1418.18 (iii A.D.).
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που διαρκεί τέσσερεις μήνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -μήνιος (< μήν, μηνός), πρβλ. ἑπτα-μήνιος].