τυμπανοτερπής

From LSJ
Revision as of 09:21, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυμπᾰνοτερπής Medium diacritics: τυμπανοτερπής Low diacritics: τυμπανοτερπής Capitals: ΤΥΜΠΑΝΟΤΕΡΠΗΣ
Transliteration A: tympanoterpḗs Transliteration B: tympanoterpēs Transliteration C: tympanoterpis Beta Code: tumpanoterph/s

English (LSJ)

ές,    A delighting in drums, Orph.H.27.11.

Greek (Liddell-Scott)

τυμπανοτερπής: -ές, ἐπὶ τῆς Ρέας, ἡ τερπομένη εἰς τοὺς κρότους τῶν τυμπάνων, Ὀρφ. Ὕμν. 26. 11.

Greek Monolingual

-ές, Α
(ως προσωνυμία της Ρέας) αυτή που τέρπεται με τους κρότους τύμπανου, με τις τυμπανοκρουσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανον + -τερπής (< τέρπομαι), πρβλ. χορο-τερπής].