ἀναρρόφησις
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
English (LSJ)
εως, ἡ, A sucking up through a tube, Sch. Opp.H.4.462.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναρρόφησις: -εως, ἡ, = ἀναρροίβδησις, «τὴν μεθ’ ἡδονῆς τοῦ πόματος ἀναρρόφησιν» Εὐμάθ. σ. 170.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ succión Sch.Opp.H.4.462.