ἀναγεννητικός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν, A able to produce, εἰδώλων Iamb.Myst.3.28 (dub. l.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναγεννητικός: -ή, -όν, = ἱκανὸς νὰ ἀναπαραγάγῃ, τινὸς Ἰαμβ. Μυστ. 3. 28.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
generador, creador δραστικῶν εἰδώλων Iambl.Myst.3.28 (var.).
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ἀναγεννητικός, -ή, -όν) αναγεννῶ
ο ικανός να αναπαράγει ή να ξαναδημιουργεί, αναζωογονητικός.