ἀργυρόπους

Revision as of 14:45, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος,

   A with silver feet or legs, κλίνη X.An.4.4.21; δίφρος IG2.646, D.24.129; φορεῖα Plb.30.25.18.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠρόπους: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πόδας κατεσκευασμένους ἐξ ἀργύρου, κλῖναι ἀργυρόποδες Ξεν. Ἀν. 4. 4, 21, πρβλ. Δημ. 741. 6, Πολύβ. 31. 3, 18.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. όποδος
aux pieds d’argent.
Étymologie: ἄργυρος, πούς.

Spanish (DGE)

-ουν
de patas de plata κλῖναι X.An.4.4.21, Aristeas 320, Luc.Cat.16, φορεῖα Plb.30.25.18, δίφρος D.24.129, IG 22.1394.14 (IV a.C.), Harp., καθέδρα Synes.Ep.3.

Greek Monolingual

ἀργυρόπους (-ποδος), -πουν (Α)
αυτός που έχει αργυρά πόδια («κλῑναι ἀργυρόποδες» — κρεβάτια με ασημένια πόδια).

Greek Monotonic

ἀργῠρόπους: ὁ, ἡ, αυτός που έχει πόδια από ασήμι, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀργῠρόπους: 2, gen. ποδος на серебряных ножках (κλῖναι Xen., Plut., Luc.; δίφρος Dem.; φορεῖον Polyb.).

Middle Liddell

with silver feet, or legs, Xen.

English (Woodhouse)

with silver feet