ἀρτέον
From LSJ
Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
English (LSJ)
(αἴρω) A one must take away, Socr. ap. Stob.3.13.63; τράπεζαν one must clear, Alex.250.1. 2 one must deny, Polystr. p.24 W.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτέον: ῥημ. ἐπιθ. τοῦ αἴρω, πρέπει τις νὰ ἄρῃ ἐκ μέσου, νὰ σηκώσῃ, ἀρτέον τράπεζαν, ἀπονίψασθαί δοτέον, «νὰ σηκώσουν τὸ τραπέζι καὶ νὰ φέρουν νίψιμον» Ἄλεξ. ἐν «Φιλίσκῳ» 1.
French (Bailly abrégé)
adj. verb. de αἴρω.
Spanish (DGE)
hay que levantar o quitar τράπεζαν Alex.250.1 (cód.), fig. τὴν παρρησίαν Socr. en Stob.3.13.63, cf. Polystr.Contempt.25.7.10.
Russian (Dvoretsky)
ἀρτέον: adj. verb. к αἴρω.