ἰσχνοκαλαμώδης

From LSJ
Revision as of 23:45, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσχνοκᾰλᾰμώδης Medium diacritics: ἰσχνοκαλαμώδης Low diacritics: ισχνοκαλαμώδης Capitals: ΙΣΧΝΟΚΑΛΑΜΩΔΗΣ
Transliteration A: ischnokalamṓdēs Transliteration B: ischnokalamōdēs Transliteration C: ischnokalamodis Beta Code: i)sxnokalamw/dhs

English (LSJ)

ες,    A with slender reed, Eust.1165.12.

German (Pape)

[Seite 1272] ες, mit seinem, spitzem Rohr, Schol. Il. 18, 576.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχνοκᾰλᾰμώδης: -ες, (εἶδος) ἔχων ἰσχνοὺς καλάμους, ἐπὶ ποταμοῦ, περὶ τοῦ ἐν Ἰλ. Σ. 576 παρὰ ῥοδανόν δονακῆα, περὶ οὗ ὁ Εὐστ. ἐν τόπῳ λέγει: εἰσὶ δὲ τινος οἱ φασιν ὑφ’ ἕν ῥοδανον -δονακῆα, ἤγουν ἰσχνοκαλαμώδη».

Greek Monolingual

ἰσχνοκαλαμώδης, -ες (Α)
(για ποταμό) αυτός που έχει λεπτά καλάμια στις όχθες.