ὀρθοπρίων

From LSJ
Revision as of 07:20, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθοπρίων Medium diacritics: ὀρθοπρίων Low diacritics: ορθοπρίων Capitals: ΟΡΘΟΠΡΙΩΝ
Transliteration A: orthopríōn Transliteration B: orthopriōn Transliteration C: orthoprion Beta Code: o)rqopri/wn

English (LSJ)

[ῑ], ονος, ὁ,    A instrument for trepanning, = χοινικίς 11, Hp. ap. Gal.19.126.

German (Pape)

[Seite 375] ονος, ὁ, Gradbohrer zum Trepaniren, sonst χοινικίς, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθοπρίων: [ῑ], -ονος, ὁ, ἐργαλεῖον χειρουργικόν, εἶδος πρίονος ᾀνοίγοντος ὀπήν, ἀλλαχοῦ χοινικὶς (σημασ. ΙΙ), Γαλην. Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 536.

Greek Monolingual

ὀρθοπρίων, -ονος, ὁ (Α)
είδος πριονιού που χρησιμοποιούνταν στη χειρουργική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + πρίων, -ονος «πριόνι»].