καρανώ

From LSJ
Revision as of 18:10, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρανώ Medium diacritics: καρανώ Low diacritics: καρανώ Capitals: ΚΑΡΑΝΩ
Transliteration A: karanṓ Transliteration B: karanō Transliteration C: karano Beta Code: karanw/

English (LSJ)

ἡ,

   A goat (Cret.), Hsch. κάραξι· στρώσω, Id. καραρύες, Scythian travelling-wagons, Id. καράς· ο ἀποσπερματισμός, Id. καραταί· κεφαλαί, Id.

Greek (Liddell-Scott)

καρανώ: «τὴν αἶγα. Κρῆτες» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

καρανῶ, -όω (Α) κάρανον
1. φέρνω κάτι ώς την κορυφή, ώς το τέλος, αποτελειώνω
2. παθ. καρανοῡμαι, -όομαι
κεφαλαιώνομαι, κορυφώνομαι, παίρνω τέλος.