χρυσογραφής

Revision as of 10:35, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ές,    A gold-embroidered, ἐμβάδες Callix.2.

German (Pape)

[Seite 1380] ές, 1) goldgestreift, goldgestickt, v. l. von χρυσοβαφής. – 2) mit goldenen Buchstaben geschrieben, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσογρᾰφής: -ές, χρυσοκέντητος, ἐμβάδες Καλλίξεν. παρ’ Ἀθην. 200D.

Greek Monolingual

-ές, Α
χρυσοκέντητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -γραφής (< γραφή < γράφω), πρβλ. μελαγ-γραφής].