χρυσοκέντητος
From LSJ
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
κεντημένος με χρυσή κλωστή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσοκεντώ. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν του Σκαρλάτου Δ. Βυζαντίου].