ἡμιξύρητος
From LSJ
English (LSJ)
[ῠ], ον, (ξῠράω) A half-shorn, D.L.6.33.
German (Pape)
[Seite 1169] halb geschoren, D. L. 6, 33.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιξύρητος: -ον, (ξῠράω) κατὰ τὸ ἥμισυ ἐξυρημένος, Διογ. Λ. 6. 33.
Greek Monolingual
ἡμιξύρητος, -ον (Α)
εν μέρει, κακώς, ατελώς ξυρισμένος, μισοξυρισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -ξυρητός (< ξυρώ «ξυρίζω»)].
Russian (Dvoretsky)
ἡμιξύρητος: (ῠ) наполовину остриженный или бритый Diog. L.