ὀργανιστής

From LSJ
Revision as of 07:25, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀργᾰνιστής Medium diacritics: ὀργανιστής Low diacritics: οργανιστής Capitals: ΟΡΓΑΝΙΣΤΗΣ
Transliteration A: organistḗs Transliteration B: organistēs Transliteration C: organistis Beta Code: o)rganisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,    A waterworks-engineer, PLond.3.1177.72,80 (pl., ii A.D.).    2 musician, instrumentalist, Olymp.in Alc.p.202 C.

Greek Monolingual

και οργανίστας, ο (ΑΜ ὀργανιστής)
νεοελλ.
μουσικός που παίζει εκκλησιαστικό όργανο, αλλ. οργανοκρούστης
μσν.-αρχ.
αυτός που παίζει μουσικό όργανο, οργανοπαίκτης
αρχ.
μηχανικός υδραυλικού συστήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀργανίζω. Ο τ. οργανίστας είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. organist].