ὀλεσίμβροτος

From LSJ
Revision as of 00:00, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Θυμοῦ κρατῆσαι κἀπιθυμίας καλόν → Res pulchra et iram et cupiditatem vincere → Den Zorn zu bändigen und die Begier ist schön

Menander, Monostichoi, 254
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλεσίμβροτος Medium diacritics: ὀλεσίμβροτος Low diacritics: ολεσίμβροτος Capitals: ΟΛΕΣΙΜΒΡΟΤΟΣ
Transliteration A: olesímbrotos Transliteration B: olesimbrotos Transliteration C: olesimvrotos Beta Code: o)lesi/mbrotos

English (LSJ)

ον,    A man-destroying, Orph.L. 450.

German (Pape)

[Seite 319] Menschen verderbend, tödtend, Orph. Lith. 444.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλεσίμβροτος: -ον, ὁ καταστρέφων τοὺς βροτούς, Ὀρφ. Λιθ. 444.

Greek Monolingual

ὀλεσίμβροτος, -ον (Α)
αυτός που καταστρέφει, που αφανίζει τους θνητούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < θ. ολεσι- του ὄλλυμι (πρβλ. ἀπόλεσις, ὤλεσα) + -μβροτος (< βροτός «θνητός» < μροτός), πρβλ. λησί-μβροτος].