λοξοπεριπάτητος
From LSJ
English (LSJ)
[ᾰ], ον, A walking sideways, gloss on Batr.295.
Greek (Liddell-Scott)
λοξοπεριπάτητος: ὁ, ἡ, = λοξοβάμων, Γλωσσ. εἰς Ὁμήρ. Βατραχομυομ. 296.
Greek Monolingual
λοξοπεριπάτητος, -ον (Α)
λοξοβάμων.
Full diacritics: λοξοπεριπάτητος | Medium diacritics: λοξοπεριπάτητος | Low diacritics: λοξοπεριπάτητος | Capitals: ΛΟΞΟΠΕΡΙΠΑΤΗΤΟΣ |
Transliteration A: loxoperipátētos | Transliteration B: loxoperipatētos | Transliteration C: loksoperipatitos | Beta Code: locoperipa/thtos |
[ᾰ], ον, A walking sideways, gloss on Batr.295.
λοξοπεριπάτητος: ὁ, ἡ, = λοξοβάμων, Γλωσσ. εἰς Ὁμήρ. Βατραχομυομ. 296.
λοξοπεριπάτητος, -ον (Α)
λοξοβάμων.