γλωσσογράφος
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A writer on γλῶσσαι, Str.13.1.19, Ath. 3.114b, 15.699e, Gal.19.106.
Greek (Liddell-Scott)
γλωσσογράφος: [ᾰ], -ον, ὁ ἑρμηνεύων γλώσσας, Ἀθήν. 114Β.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): át. γλωττ- Gal.19.106
autor de γλῶσσαι, el que recopila y describe palabras raras y difíciles de comprender Str.13.1.19, Ath.114b, 699e, Gal.l.c., οἱ γλωσσογράφοι (frec. Γλωσσ-) de intérpretes anón., prob. de Ἀττικαὶ γλῶσσαι, Harp.s.u. Κύπασσις, en esp. ref. a los comentaristas de los textos homéricos, Sch.Er.Il.3.44b, 4.315a, Eust.1530.44.
Greek Monolingual
ο (AM γλωσσογράφος)
αυτός που συλλέγει και ερμηνεύει γλώσσες, απηρχαιωμένες ή ιδιωματικές λέξεις.