φρεατοτύπανον
From LSJ
τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head
English (LSJ)
[ῠ], τό, A machine for raising water, swipe, waterwheel, Plb.Fr.86 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1304] τό, ein Werkzeug beim Brunnen, vielleicht das Wasserrad, Pol. frg. 135.
Greek (Liddell-Scott)
φρεᾱτοτύπᾰνον: [ῠ], τό, μηχανὴ πρὸς ἄντλησιν ὕδατος, ἴσως «μαγγανοπήγαδον», Πολύβ. Ἑλλ. Ἀποσπ. 135, καὶ αὐτόθι σημ.