τυφλώττω

Revision as of 15:00, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "</span> [[to be " to "</span> to [[be ")

English (LSJ)

   A to be blind, ψυχὴ τ. Luc.Nigr.4, cf. Phld. Po.Herc.1676.4, Cic.Att.2.19.1, Gal.15.168, Chor. in Rh.Mus.49.504 (p.252 F.-R.); περὶ τὰ κάλλιστα Plb.2.61.12; ἀμφὶ [τὰς αἱρέσεις] Gal. Libr.Ord.1.    2 to be dim, faded, of paintings, Philostr.Im.1.2.

Greek (Liddell-Scott)

τυφλώττω: εἶμαι τυφλός, ἐλελήθην τὴν ψυχὴν τυφλώττουσαν περιφέρων Λουκ. Νιγρ. 4, πρβλ. Κικ. πρὸς Ἀττικ. 2. 19· περί τι Πολύβ. 2. 61, 12. 2) εἶμαι ἀσαφής, δυσδιάγνωστος, ἐπὶ γραφῆς, μνημονευόμ. ἐκ τοῦ Φιλοστρ. (Ἐσχηματίσθη κατὰ τὸ λιμώττω ἐκ τοῦ λιμός, ὀνειρώττω ἐκ τοῦ ὄνειρος). - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 203-206.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
être aveugle ; fig. être insensible : περί τι à qch.
Étymologie: τυφλός.

Greek Monolingual

ΝΑ
είμαι τυφλός
νεοελλ.
μτφ. εθελοτυφλώ, κάνω τα στραβά μάτια
αρχ.
(για γραφή) είμαι δυσανάγνωστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυφλός + επίθημα -ώττω, δηλωτικό ασθενείας (πρβλ. ἀμβλυ-ώττω)].

Greek Monotonic

τυφλώττω: (τυφλός), είμαι τυφλός, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

τυφλώττω: быть слепым (περί τι Polyb., Plat.; ψυχὴν τυφλώττουσαν περιφέρειν Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τυφλώττω [τυφλός] verblind zijn.

Middle Liddell

τυφλώττω, τυφλός
to be blind, Luc.