ἀδιοίκητος
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
English (LSJ)
ον,
A unarranged, D.24.28, cf. IG5(2).433 (Megalopolis, ii B. C.); undigested, Gal.19.217, Hippiatr.31:—of property, = ἐκτὸς μισθώσεως, PPetr.3p.198 (iii B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιοίκητος: -ον, ὁ ἄνευ διοικήσεως ἢ τάξεως, ἀκυβέρνητος, Δημ. 709. 5.