ἀνεπιτηδείως
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
French (Bailly abrégé)
adv.
improprement, sans convenance.
Étymologie: ἀνεπιτήδειος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεπιτηδείως: негодно, дурно Plat.: ἀ. πράττειν Lys. находиться в тяжелом положении, быть в беде.
English (Woodhouse)
(see also: ἀνεπιτήδειος) harmfully, unsuitably