Μαγνῆτις
From LSJ
English (LSJ)
v. sub Μάγνης.
French (Bailly abrégé)
ιδος
adj. f;
c. Μαγνητικός ; Μαγνῆτις λίθος, aimant.
Étymologie: v. Μάγνης.
English (Slater)
f. adj.,
1 of Magnesia in Thessaly. ἵπποισι Μαγνητίδεσσιν (P. 2.45)
Russian (Dvoretsky)
Μαγνῆτις: ῐδος adj. f магнесийская (ἵππος Pind.); Μ. λίθος Eur., Plat. магнесийский камень, т. е. магнит.