Βοιωτίς
From LSJ
French (Bailly abrégé)
ίδος
adj. f.
de Béotie.
Étymologie: Βοιωτός.
Spanish (DGE)
-ίδος
beocia, de Beocia ἱαρὰν Βοιωτίδ[α ν] αίον[...] χθόνα πυροφόρον Stesich.45.2.6, ὗλαι Mosch.3.88
•ἡ Β. ét. fem. de Beocia, St.Byz.s.u. Βοιωτία.
Russian (Dvoretsky)
Βοιωτίς: ίδος adj. f беотийская (πόλεις Xen.).