ἐπικράτησις

Revision as of 21:20, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A mastering, conquest of, Αἰγινητῶν Th.1.41.    II. supreme power, ἡ τοῦ Καίσαρος ἐν τῇ Ῥώμῃ D.C.47.21.    III. of things, prevalence, Gal.4.629, 19.488; ἡ οὐκ ἴση ἐ. Plot.5.7.2; ἐ. αἰθέρος, name given to the predominance of πῦρ τεχνικόν at the ἐκπύρωσις, Stoic.2.185.

German (Pape)

[Seite 953] ἡ, das Ueberwältigen, der Sieg, τῶν Αἰγινητῶν, über die Aeg., Thuc. 1, 41; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικράτησις: -εως, ἡ, τὸ ἐπικρατεῖν τινος, νικᾶν, καταβάλλειν, παρέσχεν ὑμῖν Αἰγινητῶν μὲν ἐπικράτησιν, Σαμίων δὲ κόλασιν Θουκ. 1. 41, πρβλ. Πολυδ. Θ΄, 142. ΙΙ. παντοδυναμία, κυριαρχία, κατὰ τὴν τοῦ Καίσαρος ἐν Ρώμῃ ἐπικράτησιν Δίων Κ. 47. 21. ΙΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ὑπερίσχυσις, κατὰ τὴν τῆς θηλείας ἐπικράτησιν Γαλην. τ. 4. σ. 629. 15 καὶ τ. 19. σ. 488. 4, κτλ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
victoire sur, gén..
Étymologie: ἐπικρατέω.

Greek Monotonic

ἐπικράτησις: -εως, ἡ, νίκη έναντι, τινος, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικράτησις: εως (ᾰ) ἡ перевес, победа (παρέχειν τινὶ ἐπικράτησίν τινος Thuc.).

Middle Liddell

ἐπικράτησις, εως
victory over, τινος Thuc.

English (Woodhouse)

conquering