ἐπικρατέω

From LSJ

ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικρᾰτέω Medium diacritics: ἐπικρατέω Low diacritics: επικρατέω Capitals: ΕΠΙΚΡΑΤΕΩ
Transliteration A: epikratéō Transliteration B: epikrateō Transliteration C: epikrateo Beta Code: e)pikrate/w

English (LSJ)

(Aeol. ἐπικρετέω prob. in Alc.82),
A rule over, c. dat., νήεσσιν ἐπικρατέουσιν ἄριστοι Il.10.214; νήσοισιν Od.1.245: abs., have or hold power, εὖτ' ἂν μηκέτ' ἐπικρατέωσιν ἄνακτες 17.320, cf. 14.60, Archil.69.
II. prevail in battle, be victorious, ἐπικρατέουσί περ ἔμπης [to them] though they are victorious as it is, Il.14.98, cf. Ar.Lys.767; ἐ. ἢ ἀπόλλυσθαι conquer or die, Hdt.7.104; ἐ. τῇ στάσι Id.1.173; ἐ. τὰ πλείω τοῦ πολέμου gain the advantage in most points in the war, Th.4.19.
2. freq. c.gen., prevail over, get the mastery of an enemy, ἐ. μάχῃ τῶν Γελῴων Hdt.7.155; τῶν ἐχθρῶν Id.8.94, Lys.34.4; τῆς τινων πονηρίας Id.22.16; ἐ. αὐτῶν (-οῦ codd.) παρὰ τῷ βασιλέϊ, in a suit at law, Hdt.4.65; ἰσχυρὰ ἐ. ἀνδρὸς Ἀνάγκη Philet.8; ἐ. τοῦ πυρός Hdt.1.86; γήρως Pl.Lg.752a; ὑμῶν -ήσω τῷ κοάξ Ar.Ra.267.
3. rarely c. acc., master, conquer, τὰς τῆς φύσεως ἁμαρτίας Isoc.1.52; δύο βασιλέας D.C.36.16:—Pass., -ηθεῖσα (sc. ἡ δεξιά), in left-handed persons, Sor.1.111.
4. c. gen., become master of, τῶν πραγμάτων Hdt.4.164; τῆς θαλάσσης Id.1.17,al.; τῶν πολίων, τῶν νεῶν, Id.6.32,115; τῆς ἀναγκαίου τροφῆς, τῆς ἀναβάσεως, Th.1.2,7.42; τῶν ἐρώτων Pi.N.8.5, etc.
b. to be in possession of, (οἰκίας)PRyl.160.3 (i A.D.), etc.
5. generally, prevail, be superior, πλήθεϊ Hdt.5.2; πολὺ τῷ ναυτικῷ Th.2.93; τὰ πλείω τῷ πεζῷ Id.7.63; κατὰ θάλασσαν X.HG7.1.6: c. inf., they carried the point that.., Th. 5.46; ἐπεκράτουν μὴ δέχεσθαι τοὺς Ἀθηναίους Id.6.74.
b. metaph., prevail, τὸ ἀνθρώπινον ἦθος ἐπεκράτει Pl.Criti.121b; τὸ δίκαιον Men. Epit.16; τὸ ψῦχος, τὸ ὑγρόν, Arist.Mete.347b26, MM1210a20; τὸ ὄνομα Plb.2.38.1; ὁ λόγος D.S.5.62; ὁ τραχὺς ἦχος Phld.Po.994.33.
6. c. part., ἐ. διαιροῦντες succeed in keeping it open, Arist. GA773a29.

German (Pape)

[Seite 953] obwalten, herrschen; νήεσσιν Il. 10, 214; νήσοισιν Od. 1, 245, auf den Inseln; absol., εὖτ' ἂν μηκέτ' ἐπικρατέωσιν ἄνακτες, wenn die Herren keine Macht mehr haben, Od. 17, 320, vgl. 14, 60; im Vortheil sein, siegreich sein, Il. 14, 98; so auch χρησμὸς ὑμῖν ἐστιν ἐπικρατέειν Ar. Lys. 767; Her. 7, 104; Xen. Hell. 6, 4, 13; κατὰ θάλατταν 7, 1, 6; Lys. 19, 52 u. A. Gew. τινός, Herr über Etwas werden, bezwingen, ἐρώτων Pind. N. 8, 5; θαλάσσης, νήσου, Περσῶν, herrschen über, Her. 1, 17. 3, 52. 4, 119; τοῦ πυρός 1, 86; πρηγμάτων, sich bemächtigen, 4, 164; μάχῃ, siegen, 5, 116; τινός, über Einen, 7, 155 u. öfter; γήρως Plat. Legg. VI, 752 a; ἕως ὑμῶν ἐπικρατήσω τοῦ κοάξ, bis ich Herr darüber werde, Ar. Ran. 267; τῆς καθ' ἡμέραν ἀναγκαίου τροφῆς, erringen, Thuc. 1, 2; oft bei den Geschichtsschreibern. Auch mit folgendem inf., ἐπεκράτουν μὴ δέχεσθαι τοὺς Ἀθηναίους, sie setzten es durch, die Athener nicht anzunehmen, Thuc. 6, 74; vgl. 5, 46; πολὺ τῷ ναυτικῷ, mit der Flotte weit überlegen sein, 2, 93. – Selten c. acc., τὰς τῆς φύσεως ἁμαρτίας Isocr. 1, 52. – Überhand nehmen, sich behaupten, wie τὸν ἐπικρατοῦντα λόγον D. Sic. 5, 62; ἐπεκράτησε τὸ τῶν Ἀχαιῶν ὄνομα κατὰ πάντων τῶν Πελοποννησίων Pol. 2, 38, 1; ἐς τοσοῦτον ἐπικρατεῖ τὸ ψεῦδος Luc.

French (Bailly abrégé)

ἐπικρατῶ :
1 commander sur : νήεσσιν IL, νήσοισιν OD commander sur des navires, régner sur des îles;
2 être victorieux : μάχῃ τινός HDT l'emporter dans un combat sur qqn ; en gén. ἐπ. τινός l'emporter sur qqn ; avec un gén. de chose, se rendre maître de, maîtriser (le feu, la vieillesse, etc.), rar. avec l'acc. ; avec un dat. d'instrum. : ἐπ. τινί l'emporter par qch (par le nombre, par la puissance, etc.) ; avec un inf., parvenir à ce que, obtenir que.
Étymologie: *ἐπικρατής.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικρᾰτέω:
1 иметь власть, господствовать, повелевать (νήσοισιν Hom.): ὅτ᾽ ἐπικρατέωσιν ἄνακτες οἱ νέοι Hom. когда власть принадлежит молодым хозяевам;
2 получать перевес, одерживать верх, побеждать (ἐ. ἢ ἀπόλλυσθαι Her.; χρησμὸς ἡμῖν ἐστιν ἐ. Arph.): ἐ. τῇ στάσι (= στάσει) Her. и ἐν διαστάσει Arst. выйти победителем из распри; ἐ. τινος Her., Arst., Plut. одержать победу над кем-л.; ἐ. τινος παρὰ τῷ βασιλέϊ Her. одержать верх над кем-л. на царском суде; ἐ. τὰ πλέω τοῦ πολέμου Thuc. добиться военной победы; ἐ. ταῦτα γίγνεσθαι Thuc. настоять на этом; τοῦ πυρὸς ἐπικρατῆσαι Her. потушить огонь (костра);
3 иметь перевес, превосходить, быть сильнее или преобладать (πλήθεϊ Her.; τῷ πεζῷ Thuc.): κατὰ θάλατταν ἐ. Xen. иметь перевес (т. е. побеждать) на море; κατὰ τὸ ἐπικρατοῦν Arst. в зависимости от преобладающего элемента;
4 получать власть, становиться господином (τῆς θαλάσσης Her.);
5 завладевать, захватывать (τῶν νεῶν Her.): ἐ. τῶν πραγμάτων Her. захватить власть; τῆς καθ᾽ ἡμέραν ἀναγκαίου τροφῆς ἐ. Thuc. добывать себе повседневное пропитание.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικρᾰτέω: εἶμαι ἄρχων, κυβερνήτης, ἄρχω, μετὰ δοτ., ὅσσοι γὰρ νήεσσιν ἐπικρατέουσιν ἄριστοι Ἰλ. Κ. 214˙ νήσοισιν Ὀδ. Α. 245, Π. 122˙ ἀπόλ., ἔχω δύναμιν, ἐξουσίαν, εὖτ’ ἂν μηκέτ’ ἐπικρατέωσι ἄνακτες Ρ. 320, πρβλ. Ξ. 60, Ἀρχίλ. 63. ΙΙ. ὑπερισχύω, ἐπικρατῶ ἐν τῇ μάχῃ, νικῶ, ὄφρ’ ἔτι μᾶλλον Τρωσὶ μὲν εὐκτὰ γένηται, ἐπικρατέουσί περ ἔμπης, «ὅπως ἔτι μᾶλλον τοῖς μὲν Τρωσὶν εὐχῆς ἄξια γένωνται, καί περ νικῶσι καὶ περιγινομένοις» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ξ. 98, πρβλ. Ἀριστοφ. Λυσ. 767˙ ἀνώγει δὲ τωὐτὸ αἰεί, οὐκ ἐῶν φεύγειν οὐδὲν πλῆθος ἀνθρώπων ἐκ μάχης, ἀλλὰ μένοντας ἐν τῇ τάξι ἐπικρατέειν ἢ ἀπόλλυσθαι Ἡρόδ. 7. 104˙ ἐπικρατεῖν τῇ στάσει ὁ αὐτ. 1. 173. 2) συχν. μετὰ γεν., ἐπικρατῶ ὡς καὶ νῦν, ἐπ. μάχῃ τῶν Γελῴων Ἡρόδ. 7. 155˙ τῶν ἐχθρῶν ὁ αὐτ. 8. 94, Λυσ. 920. 6, ἐπ. αὐτοῦ παρὰ τῷ βασιλέϊ, ἐν δίκῃ, Ἡρόδ. 4. 65˙ οὕτω καί, ἐπ. τοῦ πυρὸς ὁ αὐτ. 86˙ γήρως Πλάτ. Νόμ. 752Α˙ κεκράξομαι γὰρ κἄν με δῇ δι’ ἡμέρας, ἕως ἂν ὑμῶν ἐπικρατήσω τῷ κοὰξ Ἀριστοφ. Βάτρ. 267. 3) σπανίως μετ’ αἰτ., κυριεύω, νικῶ, μόλις γὰρ ἄν τις ἐκ ταύτης τῆς ἐπιμελείας τὰς τῆς φύσεως ἁμαρτίας ἐπικρατήσειεν Ἰσοκρ. 13C˙ δύο βασιλέας οὐκ ἀσθενεῖς ἐπικρατήσας Δίων Κ. 35. 16˙ ἐπικρατήσας τὰ πλέω τοῦ πολέμου, ἐπικρατήσας ἐν ταῖς πλείσταις μάχαις, Θουκ. 4. 19, πρβλ. 7. 63. 4) μετὰ γεν. ὡσαύτως, γίνομαι κύριός τινος, Λατ. potiri, τῶν πραγμάτων Ἡρόδ. 4. 164˙ τῆς θαλάσσης ὁ αὐτ. 1. 17 κ. ἀλλ.˙ τῶν Ἑλλήνων, τῶν Περσέων ὁ αὐτ. 2. 1, κτλ.˙ τῶν πολίων, τῶν νεῶν ὁ αὐτ. 6. 32, 115˙ τῆς ἀναγκαίου τροφῆς Θουκ. 1. 2˙ τῶν ἐρώτων Πινδ. Π. 8. 9, κτλ. 5) καθόλου, ὑπερισχύω, ἐπικρατῶ, πλήθεϊ Ἡρόδ. 4. 187., 5. 2˙ τῷ ναυτικῷ Θουκ. 2. 93˙ τῷ πεζῷ ὁ αὐτ. 7. 63˙ κατὰ θάλασσαν Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 6˙ μετ’ ἀπαρ., ἐπικρατούντων τῶν περὶ τὸν Ξενάρη τὸν Ἔφορον ταῦτα γίγνεσθαι, καθότι ἐπεκράτει ἡ γνώμη τοῦ Ξεν. καὶ τῶν ὁμοφρονούντων αὐτῷ εἰς τὸ νὰ γίνωνται ταῦτα τοιουτοτρόπως, Θουκ. 5. 46˙ ἐπεκράτουν μὴ δέχεσθαι τοὺς Ἀθηναίους ὁ αὐτ. 6. 74. β) μεταφ., ὑπερισχύω, ἐπικρατεῖ τὸ ἀνθρώπινον ἦθος Πλάτ. Κριτί. 121Α˙ ἐν παντὶ δεῖ καιρῷ τὸ δίκαιον ἐπικρατεῖν ἁπανταχοῦ Μένανδ. ἐν «Ἐπιτρέπουσι» 1˙ τὸ ψῦχος, τὸ ὑγρὸν Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 11, 3, κτλ.˙ τὸ ὄνομα Πολύβ. 2. 38, 1˙ ὁ λόγος Διόδ. 5. 62. 6) μετὰ μετοχ., καὶ οὐκ ἐπεκράτουν διαιροῦντες Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 49.

English (Autenrieth)

have power over, rule over; ‘have the upper hand,’ Il. 14.98.

English (Slater)

ἐπικρᾰτέω c. gen., be master of c. gen. τῶν ἀρειόνων ἐρώτων ἐπικρατεῖν δύνασθαι (N. 8.5)

Greek Monotonic

ἐπικρᾰτέω: μέλ. -ήσω,
I. άρχω, κυβερνώ, με δοτ., σε Όμηρ.· απόλ., έχω δύναμη ή κρατώ την εξουσία, σε Ομήρ. Οδ.
II. 1. επικρατώ στη μάχη, νικώ, κυριεύω, κατακτώ, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
2. με γεν., επικρατώ, αποκτώ την κυριαρχία έναντι του εχθρού, στον ίδ., Αττ.· επίσης, γίνομαι κύριος, Λατ. potiri, τῆς θαλάσσης, τῶν Ἑλλήνων, σε Ηρόδ. κ.λπ.
3. γενικά, είμαι ανώτερος, υπερισχύω, τῷ ναυτικῷ, σε Θουκ.· κατὰ θάλασσαν, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. ήσω
I. to rule over, c. dat., Hom.: absol. to have or hold power, Od.
II. to prevail in battle, be victorious, conquer, Il., Hdt.
2. c. gen. to prevail over, get the mastery of an enemy, Hdt., Attic:—also to become master of, Lat. potiri, τῆς θαλάσσης, τῶν Ἑλλήνων Hdt., etc.
3. generally, to be superior, τῷ ναυτικῷ Thuc.; κατὰ θάλασσαν Xen.

Lexicon Thucydideum

vincere, superare, to conquer, overcome, 3.93.3, 8.48.1,
potiri, obtinere, to get possession of, hold, 1.2.2, 7.42.4, [nonnulli codd. several manuscripts κρατήσειέ] [praeterea vulgo pro moreover commonly instead of ἐκράτουν,1.30.2.]
c. inf. with infinitive vincere sententiis, to prevail by votes, 5.46.4, 6.74.1,
Absolute, absolutely praevalere, superiorem esse, to prevail, be superior, 1.49.6, 1.121.2, 2.93.1, 4.19.2, 4.73.4. 5.82.2. 7.42.6. 7.63.2, 7.71.3. 7.72.1. 8.42.3.