Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σημειοσκόπος

From LSJ
Revision as of 22:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n

Menander, Monostichoi, 161
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σημειοσκόπος Medium diacritics: σημειοσκόπος Low diacritics: σημειοσκόπος Capitals: ΣΗΜΕΙΟΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: sēmeioskópos Transliteration B: sēmeioskopos Transliteration C: simeioskopos Beta Code: shmeiosko/pos

English (LSJ)

ὁ,    A one who observes omens, diviner, Al. 1 Ki. 28.3,9.

Greek (Liddell-Scott)

σημειοσκόπος: ὁ, ὁ παρατηρῶν καὶ ἐξετάζων σημεῖα, οἰωνούς, μάντις, οἰωνοσκόπος, Ἀκύλας ἐν Παλαιᾷ Διαθ.· - σκοπία, ἡ, μαντικά, Τζέτζ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που εξετάζει και ερμηνεύει τα σημεία, οιωνοσκόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σημεῖον + -σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. οιωνο-σκόπος].