κεκμηώς

Revision as of 21:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ότος and ῶτος, Ep. pf. part. Act. of κάμνω. κέκνακεν· ὑπὸ κακῶν ἀπειρήκει, Hsch.

French (Bailly abrégé)

ῶτος;
mais acc. pl. κεκμηότας;
part. pf. épq. de κάμνω.

Greek (Liddell-Scott)

κεκμηώς: ότος καὶ ῶτος, Ἐπικ. μετοχ. ἐνεργ. πρκμ. τοῦ κάμνω.

English (Autenrieth)

see κάμνω.

Greek Monolingual

κεκμηώς, -ότος και -ώτος (Α)
επικ. τ. μτχ. ενεργ. παρακμ. του κάμνω, αντί κεκμηκώς.

Russian (Dvoretsky)

κεκμηώς: ῶτος эп. part. pf. к κάμνω.