τεκμαρτικός

Revision as of 08:40, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ή, όν,    A skilled in determining, sagacious, condemned by Poll.9.152.

Greek (Liddell-Scott)

τεκμαρτικός: -ή, -όν, ὁ τεκμαιρόμενος, στοχαζόμενος, στοχαστικός, Πολυδ. Θ΄, 152.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α τεκμαρτός
ικανός στη συναγωγή συμπερασμάτων.