ἀλφιτοπωλήτρια
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
English (LSJ)
ἡ, pecul. fem. of ἀλφιτοπώλης, Poll.6.37.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλφῐτοπωλήτρια: ἰδιόρρυθμον θηλ. τοῦ ἀλφιτοπώλης, Πολυδ. 6. 37.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ vendedora de harina de cebada Poll.6.37.