τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known
ὁδόν, ἀτραπόν, Hsch. (fort. βουὅον, cf. βουσόη).
ὁδὸν ἀτραπόν Hsch. (cf. tal vez βουσόος o lacon. βουσόα).