λαλιός
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
English (LSJ)
ά, όν, poet. for λάλος, AP5.148 (Mel.), 170 (Id.), 7.417 (Id.), IG14.1892 (i A. D.). (On the accent v. Hdn.Gr.1.123.)
Greek (Liddell-Scott)
λαλιός: -ά, -όν, ποιητ. ἀντὶ λάλος, Ἀνθ. Π. 5. 149, 171., 7. 417, παράρτ. 210· - περὶ τοῦ τονισμοῦ, ἴδε Ἀρκάδ. 41. 3, Θεόγνωστ. 57. 32.
Greek Monolingual
λαλιός, -ά, -όν (Α)
(ποιητ. τ.) βλ. λάλος.
Greek Monotonic
λαλιός: -ά, -όν, ποιητ. αντί λάλος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
λᾰλιός: говорливый, щебечущий (στόμα Anth.).