πεντάβραχυς
From LSJ
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
English (LSJ)
(sc. πούς), ὁ, A foot consisting of five short syllables, Choerob.in Heph.p.247C.
Greek (Liddell-Scott)
πεντάβρᾰχυς: (ἐξυπακ. πούς), ποὺς συνιστάμενος ἐκ πέντε βραχειῶν συλλαβῶν, Τζέτζ. ἐν Ἀνεκδ. Ὀξ. 3. 314.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
(μετρ.) πόδας ο οποίος σύγκειται από πέντε συνεχόμενες βραχείες συλλαβές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + βραχύς.