περιώγανα
From LSJ
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
English (LSJ)
ἐπίσσωτρα, Hsch. II = κνημίαι 11.1, Id.
Greek (Liddell-Scott)
περιώγανα: «ἐπίσωστρα. οἱ δὲ τὰς κνημίας, αἳ περιπήγνυνται ταῖς ἁμάξαις» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
τὰ, Α
(κατά τον Ησύχ.) α) «ἐπίσσωτρα»
β) «οἱ δὲ τὰς κνημίας, αἵ περιπήγνυται ταῑς άμάξαις».
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ὤγανον
κνημὶς ἁμάξης, Ησύχ.].