ὀλυροκόπος
From LSJ
πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false
English (LSJ)
ὁ, A miller who grinds ὄλυρα, OGI729.4 (iii B. C.).
Greek Monolingual
ὀλυροκόπος, ὁ (Α)
ιδιοκτήτης μύλου καρπών που μοιάζουν με κριθάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλυρα + -κόπος].