ῥόον

From LSJ
Revision as of 13:30, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " in pl." to " in plural")

δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώthrift in the lees is worthless

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥόον Medium diacritics: ῥόον Low diacritics: ρόον Capitals: ΡΟΟΝ
Transliteration A: rhóon Transliteration B: rhoon Transliteration C: roon Beta Code: r(o/on

English (LSJ)

τό, only in plural ῥόα,= τὰ ἐκ τῆς συκαμίνου μόρα τὰ ἄωρα ξηρανθέντα, Hp. ap. Gal.19.135: but in sg., ὁῥοῦς ὁ ἐκ τῶν συκαμίνων Diocl. Fr.140, cf. Hp.Mul.1.31.

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. (κατά τον Διοκλ.) «ὁ ροῡς ὁ ἐκ τῶν συκαμίνων»
2. (κατά τον Ιπποκρ.) «τὰ ῥόα τὰ ἐκ τῆς συκαμίνου μόρα τὰ ἄωρα ξηρανθέντα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. ῤοῦς «καρπός κατάλληλος για ειδική χρήση» που στον πληθ. σημαίνει τους καρπούς της μουριάς].