μωρούμαι
From LSJ
Τὸ δ' ἐκ τυράννων αἰσχροκέρδειαν φιλεῖ → The race of tyrants loves shameful profit
μωροῦμαι, -όομαι (Α) μωρός
1. καθίσταμαι μωρός, νωθρός, αδρανής, εμβρόντητος, μένω με ανοιχτό το στόμα
2. (η μτχ. παρακμ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μεμωρωμένα
η μωρία (Ιπποκρ.).