Μηδισμός
English (LSJ)
ὁ, A leaning towards the Medes, Medism, Id.4.165, 8.92, Th.1.95, 135, D.23.205.
Greek (Liddell-Scott)
Μηδισμός: ὁ, τὸ φρονεῖν τὰ τῶν Μήδων, εὐνοεῖν τοὺς Μήδους, Ἡρόδ. 4. 165., 8. 92, Θουκ. 1. 95, 135, κτλ.
Greek Monotonic
Μηδισμός: ὁ, η ροπή κάποιου προς την πλευρά των Μήδων, να τους ευνοεί· Μηδισμός (προδοσία), σε Ηρόδ., Θουκ.
Middle Liddell
Μηδισμός, οῦ, ὁ,
a leaning towards the Medes, being in their interest, Medism, Hdt., Thuc.