βαρβαροστομία

Revision as of 20:15, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

ἡ, (στόμα) A barbarous way of speaking, Str.14.2.28.

German (Pape)

[Seite 432] ἡ, ausländische Art zu reden, barbarische Aussprache, Strab. XIV, 662.

Greek (Liddell-Scott)

βαρβᾰροστομία: ἡ, (στόμα) βάρβαρος τρόπος τοῦ ὁμιλεῖν καὶ προφέρειν, Στράβ. 662.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ pronunciación bárbara o extranjera Str.14.2.28.

Greek Monolingual

βαρβαροστομία, η (Α)
βαρβαρικός τρόπος ομιλίας.