γνῶσμα
From LSJ
Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art
English (LSJ)
ατος, τό, A knowable object, Dam.Pr.81.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
objeto de conocimiento ἡ γνῶσις κατὰ τὸ γνῶσμα (ὑφίσταται) ... τὸ δὲ γνῶσμά ἐστιν αὐτὸ τὸ γνωστόν Dam.Pr.81.