δεκάσημος
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
[κᾰ], ον, A of ten time-units in Music, Aristid.Quint.1.14.
German (Pape)
[Seite 542] zehn Zeitmoren habend, Arist. Quint.
Spanish (DGE)
-ον
1 mús. de diez tiempos de secuencias rítmicas, Aristid.Quint.39.12.
2 prosod. que consta de diez moras Mar.Vict.49.14.
Greek Monolingual
ο (Α δεκάσημος, -ον)
στίχος ή ρυθμός αποτελούμενος από δέκα βραχείς χρόνους.
Russian (Dvoretsky)
δεκάσημος: стих. состоящий из десяти мор (ритмических единиц).