δεκαταρχία

From LSJ
Revision as of 23:56, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεκᾰταρχία Medium diacritics: δεκαταρχία Low diacritics: δεκαταρχία Capitals: ΔΕΚΑΤΑΡΧΙΑ
Transliteration A: dekatarchía Transliteration B: dekatarchia Transliteration C: dekatarchia Beta Code: dekatarxi/a

English (LSJ)

ἡ (for δεκαδαρχία), A group of ten, e.g. cultivators, Wilcken Chr.304 (iii B.C.).

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 grupo o cuadrilla de diez hombres esp. trabajadores οἱ ... βασιλικοὶ γεωργοὶ οἱ ... τῆς Ἀπολλωνίου δεκαταρχίας Wilcken Chr.304.8 (III a.C.), cf. PRyl.663.2.10 (III a.C.).
2 decurionato, cargo de decurión (cf. δεκατάρχης 2) PCair.Isidor.63.19 (III d.C.), cf. Gloss.2.510; cf. δεκαδαρχία.

Greek Monolingual

δεκαταρχία, η (Α) δεκάταρχος
1. ομάδα εργασίας δέκα γεωργών, υλοτόμων κ.λπ.
2. το αξίωμα του δεκατάρχη.