δεσμοφυλάκειον
From LSJ
English (LSJ)
[ᾰ], τό, A prison, ib.2.100 (iii A.D.).
Greek Monolingual
δεσμοφυλάκειον, το (Α)
το δεσμωτήριο, η φυλακή.
Full diacritics: δεσμοφῠλάκειον | Medium diacritics: δεσμοφυλάκειον | Low diacritics: δεσμοφυλάκειον | Capitals: ΔΕΣΜΟΦΥΛΑΚΕΙΟΝ |
Transliteration A: desmophylákeion | Transliteration B: desmophylakeion | Transliteration C: desmofylakeion | Beta Code: desmofula/keion |
[ᾰ], τό, A prison, ib.2.100 (iii A.D.).
δεσμοφυλάκειον, το (Α)
το δεσμωτήριο, η φυλακή.